παραγώνι

παραγώνι
το
1. μέρος κοντά στη γωνιά, κοντά στο τζάκι
2. (κατ' επέκτ.) εστία, τζάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + γωνιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραγώνι — το η θέση, ο χώρος δίπλα στη γωνιά, το τζάκι, τη στιά, αλλ. παραστιά: Το παραγώνι το χειμώνα είναι η θέση του παππού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραστιά — και παριστιά, η η εστία τού σπιτιού, αλλ. γωνιά, παραγώνι, στιά, τζάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρέστιος (< παρ[α] * + ἑστία) ή < πυρέστιος (< πῦρ + ἑστία) με παρετυμολογική επίδραση τής πρόθεσης παρά] …   Dictionary of Greek

  • παραστιάς — [παραστιά] επίρρ. παρά την εστία, δίπλα στο τζάκι, κοντά στο παραγώνι …   Dictionary of Greek

  • τζάκι — Χώρος, που χρησιμοποιείται για την καύση ξύλων με σκοπό τη θέρμανση και ο οποίος αποτελείται από την εστία, τον καπναγωγό και το τμήμα της καπνοδόχου, που βρίσκεται κάτω από τη στέγη. Το τ. εμφανίζεται στις πατροπαράδοτες μορφές του κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • παρά — Α. Ως πρόθεση συντάσσεται πάντοτε με αιτιατική και σημαίνει: 1. αφαίρεση, πλην: Είναι η ώρα πέντε παρά τρία λεπτά. 2. εκτός από: Δε θα δεχτώ τίποτε παρά μόνο ένα γλυκό, για να μη σας προσβάλω.   Β. Ως σύνδεσμος σημαίνει ή χρησιμοποιείται: 1. αντί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραστιά — η εστία, τζάκι, γωνιά, παραγώνι: Το χειμώνα ο παππούς, καθισμένος στην παραστιά, μας έλεγε ατέλειωτα παραμύθια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τζάκι — το ιού (λ. τουρκ.) 1. εστία, παραγώνι, παραστιά. 2. ξακουστή οικογένεια, σόι, σπιτικό: Είναι από τζάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”